- προβιβάσιμος
- -η, -ο, Ν(κυρίως στη φρ.) «προβιβάσιμος βαθμός» — βαθμός που παρέχει στους μαθητές τη δυνατότητα προαγωγής σε ανώτερη τάξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < προβίβασις. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Λ. Μελετόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.